13 τσιγάρα με τον Γιάννη Ρίτσο
Στρίβει στα δάχτυλά του ο αποσπερίτης την ψυχή σου σαν τσιγάρο
έτσι να τη φουμάρεις την ψυχή σου ανάσκελα
Δεν αντέχω - είπε-
τόση ομορφιά και τόση αμαρτωλή αγιότητα. Θα βγω στον άσπρο εξώστη
να καπνίσω συνέχεια δεκαπέντε τσιγάρα, αποθαυμάζοντας από ψηλά
τη θέα της Ρώμης, βλέποντας κάτω μεγάλα λεωφορεία
ν’ αδειάζουνε τσαμπιά τουρίστες στα προπύλαια του Μουσείου,
σπάζοντας με τα δυο μου δάχτυλα μέσα στην τσέπη του
παντελονιού μου
ένα σωρό κλεμμένες οδοντογλυφίδες, σαν να σπάζω
όλους τους ξύλινους σταυρούς όπου σταυρώθηκαν οι ανθρώπινες
επιθυμίες.
Κείνες τις ώρες, σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα,
το τσιγάρο κομμένο στη μέση, γυρίζει από στόμα σε στόμα,
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος, βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης, χαμογελάμε.
Κατσε, λοιπόν αντικρυστά μου΄
θέλω να βλέπω κατάμονος την κλίση των γονάτων σου και να
καπνίζω
ώσπου να πέσει η νύχτα μυστική και πάνω απ' το κρεβάτι μας να
στυλωθει μαγνητισμένο
ένα ρεμπέτικο φεγγάρι Σαββατόβραδο μ' ένα βιολί, κλαρίνο και
σαντούρι.
Και τότες πια δεν ξέρεις - έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς
αξούριστοι, άλαλοι,
δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους,
αν είναι ν’ ανάψουν το τσιγάρο τους
ή αν είναι ν’ ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη.
Kαι την ώρα που το φεγγάρι τον φιλάει στο λαιμό με κάποια
στεναχώρια,
τινάζοντας τη στάχτη του τσιγάρου του απ' τα κάγκελα του μπαλ-
κονιού, μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά του
μπορεί να κλάψει από τη σιγουριά των δέντρων και των άστρων
και των αδελφών του.
aαπό artois 1
Ετικέτες 1η Ιουλίου 2009 ΤΣΙΓΑΡΑ ΤΕΛΟΣ, Ποιήματα - το μικρό ανθολόγιο του Observer