Σπήλαιο Κουτούκι, του Κώστα Στεργιόπουλου
.ακούστηκε η μουσική των χιλιετηρίδων,
.καθώς προχωρούσαμε ανάμεσα σε σταλακτίτες και
.μεγαλωμένους απ' τους αιώνες'
.σταλαγματιές κρεμάμενες χρόνια και χρόνια που ποτέ δε
.κι ωχροί μαρμάρινοι κορμοί που φύτρωναν χωρίς ρίζες.
.Ο κρυσταλλικός σχιστόλιθος. Ο δολομιτικός ασβεστόλιθος.
.Άνθρωποι με τα κυριακάτικά τους,
.που δεν είχαν ξανακάνει άλλον ένα τέτοιο περίπατο,
.κι ο βραχνιασμένος οδηγός απ’ την ξενάγηση.
.Γυναίκες με παντελόνια κι άντρες με τακούνια,
.ψυχές που κοιμισμένες έρχονται και κοιμισμένες φεύγουν
.και πάνε σ' άλλο σώμα να ξυπνήσουν.
.Κανείς δεν ήξερε πού πηγαίναμε,
.έτσι όπως νύχτωνε και ξημέρωνε
.μέσα στην υγρασία του χλομού μαρμάρου.
.Αγάλματα και σταυροί με μορφές συσπασμένες,
.νεκροταφείο απέραντο μ' αλλόκοτα σχήματα,
.αλλάζανε την όψη τους
.μόλις στεκόσουν να τα κοιτάξεις.
.Μα κάποια στιγμή φάνηκε ψηλά μακρινό το
.φως της μέρας,
.κι όλοι πιστέψανε πως δόθηκε μια εξήγηση,
.πως βρήκανε την αρχή.
.Κι ωστόσο, πηγαίναμε σαν τα πρόβατα στη σφαγή
.κάτω απ' τις πέτρες και τις χιλιετηρίδες κι ακόμα πιο βαθιά,
.ενώ βγαίναμε πια απ' της γης τα σπλάχνα,
.νομίζοντας πως της ξεφεύγαμε.
.Ώσπου βρε-
Κώστας Στεργιόπουλος
(φθινόπωρο, 6)
Ετικέτες Ποιήματα - το μικρό ανθολόγιο του Observer, ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ