Κική Δημουλά: "Μεγάλη Εβδομάδα" και "Η Απαρηγορία"
Το Όχι είναι δισύλλαβο:
βρέ-χει.
Ο Πιλάτος φοράει το μπλε του αδιάβροχο,
δεν βρίσκει ταξί,
οι συνειδήσεις συνωστίζονται
στον ίδιο μονόδρομο,
όλοι νίπτουν τας χείρας των,
μάλιστα τέτοιες μέρες.
Το Όχι είναι δισύλλαβο,
η ψιλή και η οξεία στο ο
κεντρώνει το Όχι, μονόγραμμα των ημερών.
Το παράθυρο είναι δίφυλλο,
η ψιλή και οξεία βροχή
το κεντρώνει,
μονόγραμμα στο κλειστό Όχι.
Οι καμπάνες οι πένθιμες
ανοίγουν αυλάκια στον αέρα,
χύνονται και ποτίζουν εκτεταμένες ατονίες
ωσότου κάποια απόσταση απότιστη
να τις απορροφήσει.
Οι καμπάνες, ασχέτως τού πένθιμες,
πάντοτε κάτι αποχωρίζουν,
πολλώ μάλλον οι πένθιμες.
Οι καμπάνες φορτώνουν
βαλίτσες στα πούλμαν,
τα τρένα τρέχουνε, ξεσκίζουν
και βάζουν κλήρο
στα ιμάτια των τοπίων.
Σταύρωσον, σταύρωσον
τα χέρια σου στο στήθος...
Τι άλλο να κάνω;
Ποιο μέτρο να κινητοποιήσω;
Πού ξέρω από πού
φεύγει το κάθε πράγμα;
Κάθε κατεύθυνση έχει το άλλοθί της.
Οι πασχαλιές εσταυρωμένες
σ' ένα φθηνό ανθοδοχείο
εμψυχώνουν το άρωμα του θανάτου.
Τα μάτια σου
είναι οι δύο ληστές,
εκ δεξιών και εξ ευωνύμων.
Το Όχι είναι δισύλλαβο,
επιμένω
βρέ-χει.
Οι εκκλησίες ξεχειλίζουν,
όπως ξεχειλίζουν τα ποτήρια
στα άλλα πάθη που εορτάζουμε.
Οί εκκλησίες ξεχειλίζουν
αγάπα τον πλησίον σου...
Απαίτηση,
που μες στη ρύμη και τη γλύκα των ψαλμών,
περνάει σαν εύκολη αγάπη
και χάνει τη θεία απανθρωπιά της,
το θείο ανεφάρμοστο.
Στην κοπιώδη πορεία τού δεηθώμεν
τα μεγάλα κεριά προχωρούν,
τα κεριά της δραχμής μένουν πίσω.
Τα μικρά κεριά κουράζονται εύκολα,
λυγίζουν και διεκτραγωδούν
το αντίτιμο τους.
Η ανισότης των κεριών
αναλιώνει μυσταγωγικά.
Ο θεός τους ο νεωκόρος
τα ρίχνει στον Καιάδα της ανατήξεως.
Ξεχειλίζουν οι εκκλησίες.
Δεν χωράω, δεν πειράζει.
Θα μάθω το τετέλεσται
από άλλη πηγή.
Πιο θετική
Η απαρηγορία
Μεγάλη Εβδομάδα
Οι βιολέτες, όπως ανήσυχα,
διορατικά μυρίζουν
όταν κάτι δεν πάει καλά,
κάτι απογοητεύει πάλι.
Η Μεγάλη Εβδομάδα,
όπως στάζει κερί και τάμα
στη θρησκόληπτη ανάμνηση,
στην άθεη απουσία.
Η Κυριακή του Νυμφίου,
όπως αναστατώνει,
βασίζεις δεν βασίζεις το Μεγάλο
στις αφίξεις.
Οι διάφοροι Νυμφίοι,
που κάτι τους τυχαίνει και δεν έρχονται,
κάποια διήμερη εκδρομή,
κάποια ευκολότερη θρησκεία
που την ασπάζονται.
Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή
σε κάθε βήμα,
δπως κατασταλάζεις για το έθιμο,
έχουν δεν έχουνε ανθίσει οι απορίες.
Οι Πατέρες μας, γέροι στο σπίτι,
περιμένουν αυγά και τσουρέκι.
Οι πολλαπλασιασμένοι κήποι της Γεθσημανή,
τα περιστύλια της υπομονής,
τα παγκάκια να κάτσεις να περιμένεις
τον ετήσιο Ιούδα,
πού αργεί να 'ρθεί
από το ράφτη, απ' τον κουρέα.
Το μεγάλο ποσόν που του δίνεις
για να δεχθεί να σε προδίνει ανεξήγητα.
Της καμπάνας η Μεγάλη εξάντληση
κι η άπαρηγορία,
ο νηστικός της ήχος
όπως λιποθυμάει
στα εαρινά αρμόνια
των καθολικών απογευμάτων.
Οι αργίες,
οι αργοπορίες,
οι αγριότητες,
όπως τις πάμε ως επάνω μόνοι μας.
Ο Σίμων, που στο τέλος αδιαφόρησε
κι έφτιαξε τη ζωή του.
Η Μυροφόρος έλλειψις,
που θα σε ψάχνει απόψε να σε ράνει.
Η Προηγιασμένη των διαφόρων θρήνων
τη Μεγάλη Εβδομάδα
και τις διάφορες άλλες εβδομάδες τα ίδια.
Η Αγία Επανάληψη,
η θαυματουργή,
η άχειροποίητος,
όπως τη βρήκανε ανυπόγραφη τα πράγματα,
θαμμένη
σε κάποια παλαιότητα της μοίρας μας,
σε κάποιο προγονό μας μέλλον.
Όπως την πιστεύω.
Κική Δημουλά, Ποιήματα
(συλ. Το λίγο του κόσμου)
εκδ. Ίκαρος, 1998